Ιστορία και Πολιτισμός
Αρχαιότητα, Ρωμαίοι και Βυζάντιο
Το Φρούριο χρονολογείται από τον 4 αι. μ.Χ.
Θρυλείται ότι το πόλισμα Κομοτηνή ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με την ομώνυμη κόρη του ζωγράφου Παρρασίου Η ύπαρξη της πόλης ως οικισμός βεβαιώνεται ήδη από το 2ο αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με αρχαιολογικά
Για περισσό-τερες πληροφορίες πατήστε εδώ
ευρήματα της περιόδου, τα οποία εκτείνονται μέχρι και τον 4ο αιώνα. Τα σημερινά σωζόμενα τείχη είναι ερείπια βυζαντινού οχυρού το οποίο ανεγέρθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, κατά τον λαογράφο Στίλπωνα Κυριακίδη. Στη Ρωμαϊκή εποχή ήταν ένα από τα πολλά διάσπαρτα φρούρια κατά μήκος της Εγνατίας οδού, πουυπήρχαν στην περιοχή της Θράκης. Πιθανή θεωρείται η ταύτισή της με το ρωμαϊκό σταθμό Breierophara (πρόκειται για σύνθετο θρακικό τοπωνύμιο : βρε [= κάστρο] +iero [= ιερό] + phara [= para = πόρος, πέρασμα] ). Σημαντικότερη πόλη εκείνη την περίοδο ήταν η γειτονική Μαξιμιανούπολη, η παλαιότερη Θρακική Πορσούλις ή Παισούλαι, η οποία μετονομάστηκε σε Μοσυνούπολη τον 8-9ο αιώνα. Η Κομοτηνή αποτελούσε κόμβο της Εγνατίας οδού προς τη βόρεια κατεύθυνση που, μέσα από το πέρασμα της Νυμφαίας, οδηγεί στην κοιλάδα του Άρδα, τη Φιλιππούπολη και τη βυζαντινή Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα).
Κατά την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανήκε στο Θέμα Μακεδονίας, ενώ από τον 9ο αιώνα έγινε η υπαγωγή της στο νεότευκτο Θέμα Βολερού. Έως τότε αποτελούσε φρούριο ήσσονος σημασίας όμως το 1207, ύστερα από την επιδρομή του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Α΄, αποτέλεσε καταφύγιο προσφύγων από τα γύρω φρούρια που καταστράφηκαν. Πολλοί κάτοικοι της Μοσυνόπολης (πρώην Μαξιμιανούπολη) κατέφυγαν τότε στην Κομοτηνή και ο πληθυσμός της συνέχισε να αυξάνει μέχρι του σημείου να εξελιχθεί σε σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής. Το 1331 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός την αναφέρει ως Κουμουτζηνά ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος στρατοπέδευσε σε αυτή προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ στο χωριό Παναγία, κοντά στη Μονή Παναγίας Βαθυρρύακος (σημερινά Φατήριακα), ο οποίος εντέλει αποχώρησε χωρίς να δοθεί μάχη. Το 1341 ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς την αναφέρει με το σημερινό της όνομα, ως Κομοτηνά ή Κομοτηναί. Το 1343, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, προσχώρησε στην παράταξη του Καντακουζηνού μαζί με τα γειτονικά φρούρια Ασωμάτου, Παραδημής, Κρανοβουνίου και Στυλαρίου, . Ο τελευταίος κατέφυγε σε αυτήν το 1344 για να σωθεί μετά από μάχη με τα στρατεύματα του Ομούρ και του Βούλγαρου συμμάχου του, Μομιτζίλου που έλαβε χώρα κοντά στην ήδη κατεστραμμένη Μοσυνόπολη.
Οθωμανική περίοδος
Η κατάκτηση της Βυζαντινής Κουμουτζηνά ή Κομοτηνά σύμφωνα με παλαιούς Οθωμανούς χρονικογράφους τοποθετείται περίπου το 1361 με την κατάληψη της Στάρα Ζαγόρα και τηςΦιλιππούπολης βορειότερα. Η πλειοψηφία των πηγών θεωρούν ότι η πόλη καταλήφθηκε από τον Οθωμανό κατακτητή Γαζή Εβρενός το 1361 ή 1362. Η πόλη αποτέλεσε την πρώτη στρατιωτική έδρα του Γαζή Εβρενός. Το 1371 οι Οθωμανοί νικούν τις δυνάμεις των Σέρβων στην Κριμένα και την ίδια εποχή κατακτάται η Καβάλα και το 1383 οι Σέρρες. Διάσημο είναι το Ιμαρέτ (πτωχοκομείο) (1370-1380) το οποίο έχτισε ο Εβρενός και διασώζεται. Εκτός από το Ιμαρέτ ο Εβρενός στην πόλη έκτισε μια μεγάλη έπαυλη, ένα ισλαμικό τέμενος, χαμάμ και μια πληθώρα καταστημάτων τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της ισλαμικής ζωής στην δυτική Θράκη. Τα κτήρια του Έβρενος βρισκόντουσαν έξω από το τείχος του κάστρου και μέσα σε αυτό συνέχισε να κατοικεί ο ελληνικός πληθυσμός. Ο αποικισμός με Τούρκους αγρότες στα χωράφια γύρω από την πόλη οφείλεται επίσης στον Εβρενός. Το Χαμάμ του Γαζί Εβρενός σωζόταν μέχρι το 1970 όταν κατά την διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών ανατινάχθηκε με δυναμίτη. Στο Χαμάμ υπήρχε αραβική επιγραφή του 14ου αιώνα η οποία είχε ήδη καταστραφεί από το 1923. Το χαμάμ βρισκόταν στην θέση όπου σήμερα βρίσκονται τα ΚΑΠΗ μεταξύ των οδών Φιλίππου, Αϊδινίου και παρόδου Αϊδινίου και περιγράφεται στο έγγραφο της ΙΣΤ' Αρχαιολογικής Περιφέρειας με αρ. πρωτ. 492/22-6-1971
Η Οθωμανική κατάκτηση της Θράκης δημιούργησε προβλήματα στην επιβίωση του Ελληνικού στοιχείου. Το ελληνικό στοιχείο κυρίως διατηρήθηκε σε αγροτικές περιοχές των ανατολικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας. Η Κομοτηνή έκτοτε ήταν έδρα του ομωνύμου καζά και υπάγονταν έως το 1867 στο σαντζάκι (διοίκηση) Δράμας, ενώ με την καθιέρωση των βιλαετίων, εντάχθηκε σε αυτό της Αδριανουπόλεως. Σε αυτή την περίοδο επεκτάθηκε και εκτός των τειχών. Το 1452-5 είχε 511 εστίες από τις οποίες η πλειοψηφία 422 εστιών ήταν μουσουλμανικές και αποτελούσε το μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο στην περιοχή. Ο Γάλλος περιηγητής Πιέρ Μπελόν αναφέρει γύρω στα 1540, ότι κατοικείτο από Έλληνες και λίγους Τούρκους. Η περιγραφή του Πιέρ Μπελόν αμφισβητείται και θεωρείται ότι δεν είναι αντικειμενική (χαρακτηρίζεται ως περίεργη και ότι σίγουρα δεν ανταποκρίνεται με την πραγματική κατάσταση). Την εποχή εκείνη πλειοψηφούσε το οθωμανικό στοιχείο (για παράδειγμα στην απογραφή του 1530 η τότε Κομοτηνή είχε 17 μαχαλάδες όπου όλοι είχαν τουρκικά ονόματα ενώ στην πόλη υπήρχαν 16 τεμένη, 4 τεκέδες/ζαβιγιέ, τέσσερα σχολεία και μία εκκλησία). Το 1590 ο Οθωμανός γεωγράφος Μεχμέντ-ι Ασίκ και περιέγραψε ότι υπήρχαν Τεμένη της Παρασκευής, χαμάμ και αγορές. Οι επίσημες απογραφές του του 15 και 16ου αιώνα (9η και 10η απογραφή) δείχνει την ισχυρή πλειοψηφία των μουσουλμάνων Οθωμανών στην Κομοτηνή και στα χωριά της ευρύτερης περιοχής. Από τον 16ο αιώνα σχηματίστηκε σε αυτή εβραϊκή κοινότητα, η οποία αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους που ασχολούνταν με το εμπόριο υφασμάτων, μεταξιού και μαλλιού. Το 1585 η μουσουλμανική κοινότητα της Κομοτηνής ίδρυσε το ιεροσπουδαστήριο (μεντρεσέ) του Γενί τζαμιού που είχε τότε δύναμη 104 μαθητών και 19 δωμάτια. Ο Καθηγητής Μπαρκάν για την περίοδο των αρχών του 16ου αιώνα δημοσίευσε ένα χάρτη ο οποίος δείχνει το Τουρκικό στοιχείο στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Σύμφωνα τον χάρτη αυτό η Κομοτηνή τον 15ο και το μεγαλύτερο μέρος του 16ου αιώνα ήταν μια μικρή πόλη όπου υπήρχαν 250 μουσουλμανικές και 50 χριστιανικές οικογένειες. Η ανάπτυξη της πόλης θα πρέπει να έγινε μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή περιγράφει το φρούριο της πόλης ως μια στέρεη κατασκευή από τούβλα και πέτρες το οποίο κατοικείτο από πολλούς Εβραίους. Σύμφωνα με τον Τσελεμπή η πόλη το 17ο αιώνα έχει αναπτυχθεί και έχει 4.000 σπίτια, 16 ισλαμικά τεμένη τα οποία αντιστοιχούν τις 16 συνοικίες της πόλης. Γίνονται αναφορές στο Εσκί Τζαμί Κομοτηνής, το Γενί Τζαμί Κομοτηνής αλλά και στα τεμένη Χατζή Μπιτλίσλι, Κουλχά, Γαζί Εβρενός. Στην πόλη υπήρχαν 2 ιμαρέτ (Πτωχοκομεία), ισλαμικά σχολεία, 17 χάνια (Καραβάν Σεράι) και 400 μαγαζιά. Η πόλη ήταν εμπορικό κέντρο και μέσω του περάσματος της Μακάζα (δια της οροσειράς της Ροδόπης) υπήρχε εμπορική σύνδεση από της πόλης και την Φιλιππούπολη.
Το 18ο αιώνα μια πανούκλα στην περιοχή ερήμωσε την πεδινή Θράκη και ολόκληρα χωριά εξαφανίστηκαν. 7 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Κομοτηνή, κοντά στο χωριό Σύμβολα, διατηρείται σήμερα ένα μοναχικός μιναρές μέσα στα χωράφια. Εκεί βρισκόταν το χωριό με το όνομα Εσκί Γκιουμουλτζίνε (δηλαδή Παλαιά Κομοτηνή) το οποίο ερημώθηκε από την πανούκλα.
Από την Κομοτηνή προερχόταν ο λόγιος Αθανάσιος Βατοπεδινός ο εκ Κομοτηνής και ο αλβανικής καταγωγής Νασούχ πασάς (τουρκ. Gümülcineli Damat Nasuh Paşa), Μέγας Βεζίρης (1611 - 1614) και σύζυγος της Αϊσέ σουλτάν, κόρης του Σουλτάνου Αχμέτ του Α'.